Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξάνδαρος — ξάνδαρος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) μυθώδες θαλάσσιο κήτος τού Ατλαντικού … Dictionary of Greek
ξάνδαρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)